Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ξεκάθαρο ότι η Βρετανία
παρέδιδε τα σκήπτρα της παγκόσμιας ηγεμονίας στις ΗΠΑ. Η μετάβαση, όμως, στο
νέο καθεστώς διήρκεσε χρόνια (ουσιαστικά μέχρι τον επόμενο Πόλεμο) και έγινε
σταδιακά – όπως ακριβώς σήμερα η Κίνα απειλεί να πάρει την θέση των ΗΠΑ. Στα
μέσα της δεκαετίας του ’20, η βρετανική αστική τάξη έδινε σκληρή μάχη να
αποκαταστήσει την οικονομική ισχύ που διέθετε πριν τον Πόλεμο. Η κρίση ήταν
έντονη, ιδιαίτερα στον κλάδο της ενέργειας, όπου τότε ο άνθρακας κατείχε θέση
αντίστοιχης εκείνης που σήμερα έχει το πετρέλαιο. Όλα ξεκίνησαν από την
προσπάθεια των αφεντικών να καταργήσουν τις Συλλογικές Συμβάσεις, κάτι που
σήμερα είναι ξανά στην ημερήσια διάταξη. Η πρώτη μεγάλη μάχη για το
συνδικαλιστικό κίνημα της Βρετανίας έγινε με τους ανθρακωρύχους. Ο ανταγωνισμός
με τα ανθρακωρυχεία της Γερμανίας είχε οδηγήσει σε μείωση τα κέρδη των
εργοδοτών. Στις 30 Ιουνίου 1925, οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων ένιωσαν ότι
έχουν τη δύναμη να προχωρήσουν σε μεγάλες επιθέσεις. Διέκοψαν τις
διαπραγματεύσεις για τη Συλλογική Σύμβαση και απείλησαν το συνδικάτο
ότι αν δε δεχτεί να δουλεύουν οι εργαζόμενοι χωρίς συλλογική σύμβαση
θα ξεκινήσουν απολύσεις.
Θέλοντας να αποφύγει την μετωπική
σύγκρουση, η κυβέρνηση των Συντηρητικών ανέλαβε να επιδοτήσει τις πολυεθνικές
του κάρβουνου, με αντάλλαγμα το «πάγωμα» μισθών και απολύσεων. Από την αρχή
ξεκαθαρίστηκε ότι η επιδότηση θα διαρκέσει για 9 μήνες και στη συνέχεια θα
πρέπει να βρεθεί άλλη λύση, η αναζήτηση της οποίας ανατέθηκε σε «επιτροπή
σοφών».
Η επιτροπή σοφών
Το πόρισμα της επιτροπής απέρριπτε
την πρόταση εθνικοποίησης του κλάδου και πρότεινε κατάργηση της επιδότησης και
μειώσεις στους μισθούς. Τις απαιτήσεις αυτές υιοθέτησαν άμεσα οι εργοδότες,
αποστέλλοντας τελεσίγραφο στα συνδικάτα να δεχθούν μειώσεις μισθών και αύξηση
ωρών εργασίας την επαύριο της κατάργησης της κρατικής επιδότησης, δηλαδή από
την 1η Μαΐου 1926.
Η Απεργία
Η Γενική Συνομοσπονδία των
βρετανικών συνδικάτων, του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, (TUC) δεσμεύτηκε να
στηρίξει τον αγώνα των ανθρακωρύχων και κήρυξε γενική απεργία για την 3η Μαΐου.
Γεγονός είναι ότι η συνδικαλιστική ηγεσία σύρθηκε στην συγκεκριμένη απόφαση, με
τα στελέχη του Εργατικού Κόμματος να επιδίδονται σε υπερπροσπάθεια εξεύρεσης
συμβιβαστικής λύσης.
Η σύγκρουση, όμως, κατέστη τελικά
αναπόφευκτη, υπό την πίεση της βάσης, χαρακτηριστική της έντασης της οποίας
ήταν η απεργία στην εφημερίδα Daily Mail. Το βασικό άρθρο στο φύλλο της 3ης
Μαΐου είχε τίτλο «Για τον Βασιλιά και την Πατρίδα» και έπαιρνε ανοικτά θέση
κατά της γενικής απεργίας. Οι τυπογράφοι της εφημερίδας αρνήθηκαν να την
τυπώσουν. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης, με τον πρωθυπουργό
να κάνει λόγο για επίθεση κατά της ελευθερίας του Τύπου και πρόθεση των
συνδικάτων να ανατρέψουν την Συνταγματική τάξη. Οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν
και η γενική απεργία ξεκίνησε!
Οι εργαζόμενοι αποφασισμένοι
Η ανταπόκριση των εργαζομένων στο
κάλεσμα των συνδικάτων ήταν ενθουσιώδης, τρομάζοντας εργοδότες, κυβέρνηση και συνδικαλιστικές
ηγεσίες, οι οποίες συνέχισαν να κωλυσιεργούν στην κλιμάκωση του αγώνα,
επιμένοντας να μην καλούν όλους τους εργαζόμενους σε απεργία, με την πρόφαση
ότι χρειάζονται εφεδρείες. Στην πραγματικότητα φοβούνταν την ριζοσπαστικοποίηση
των εργαζομένων, που μαζικά στρέφονταν προς το Κομμουνιστικό Κόμμα. Και αυτό,
όμως, ήταν εγκλωβισμένο από την γραμμή της Τρίτης Διεθνούς. Η πρώτη περίοδος,
κατά την οποία ο Λένιν είχε παλέψει για την «εξαγωγή» της επανάστασης, είχε
πλέον τελειώσει και ο Στάλιν προσπαθούσε να επιβάλλει την θεωρεία του για την
ανάπτυξη του Σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα. Το βρετανικό ΚΚ υιοθετούσε
επαναστατικές θέσεις, στα λόγια, στα διεθνή ζητήματα αλλά έπαιζε το ρόλο του
φρένου στην οργάνωση των εργαζομένων και την κλιμάκωση του αγώνα στη Βρετανία.
Η μεσαία τάξη, αντίθετα,
αξιοποίησε τους 9 μήνες της ανακωχής που εξαγόρασαν οι κρατικές επιδοτήσεις,
συγκροτώντας την «Οργάνωση για την Διαχείριση των Προμηθειών», που είχε ως
αποστολή την τροφοδοσία της αγοράς και την τήρηση της τάξης, σε περίπτωση
μετωπικής σύγκρουσης με τα συνδικάτα. Παράλληλα κλιμακώθηκε η αστυνομική
καταστολή. Στις ημέρες της απεργίας του Μάη, η αστυνομία
προστάτευε τους απεργοσπάστες και στρατιώτες και μεσοαστοί πολίτες οδηγούσαν τις συγκοινωνίες. Μία
εβδομάδα μετά την κήρυξή της, το δικαστήριο έκρινε τη γενική απεργία παράνομη,
επιτρέποντας έτσι την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των συνδικάτων από
την κυβέρνηση.
Η προοπτική αυτή πανικόβαλε τη
συνδικαλιστική ηγεσία, που στις 12 Μαΐου επισκέφτηκαν τον πρωθυπουργό και
συμφώνησαν να λήξουν την απεργία, αν και η κυβέρνηση δεν εγγυούταν καν ότι δεν
θα υπάρξουν απολύσεις απεργών. Κι όμως, την ώρα που αυτοί συνθηκολογούσαν άνευ
όρων, ο αριθμός των απεργών ήταν μεγαλύτερος από κάθε προηγούμενη ημέρα. Το
μόνο που συνέχισε τον αγώνα ήταν το συνδικάτο των ανθρακωρύχων, που όμως
δέχθηκε την συντονισμένη και ανελέητη επίθεση από το σύνολο των δυνάμεων του
συστήματος. Ακολούθησαν αρκετοί μήνες τρομοκρατίας, με συλλήψεις και μαζικές
απολύσεις απεργών. Η άρχουσα τάξη άντλησε, όμως, και ένα σημαντικό δίδαγμα από
την απεργία του 26. Συνειδητοποίησε ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος επαναστατικής
έκρηξης ακόμα και στην «πατρίδα» του καπιταλισμού. Ωρίμασαν έτσι οι συνθήκες
για σημαντικές παραχωρήσεις υπέρ των εργαζομένων, προκειμένου να αποφευχθούν
ανεξέλεγκτα επαναστατικά κινήματα στο μέλλον.
Σήμερα, το εκκρεμές της Ιστορίας
δείχνει να επιστρέφει στη θέση που βρισκόταν την δεκαετία του ’20. Οι συνθήκες
ζωής των εργαζομένων χειροτερεύουν σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες, ευνοώντας
την ριζοσπαστικοποίησή τους: Οι «από κάτω» θέλουν να αλλάξουν τον τρόπο που
κυβερνούνται. Η κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανατρέπει τις σταθερές
σύμφωνα με τις οποίες η άρχουσα τάξη πορευόταν: Οι «από πάνω» δεν μπορούν πλέον
να κυβερνήσουν όπως παλιά. Η δε οικονομική κρίση προκαλεί μια ραγδαία
επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης της μεσαίας τάξης, με αποτέλεσμα αυτή να
γίνεται όλο και λιγότερο εχθρική στην προοπτική της ανατροπής. Όπως διδάσκει
και η εμπειρία της γενικής απεργίας του ’26, σε αυτές τις συνθήκες είναι
εξαιρετικά κρίσιμος ο ρόλος της ηγεσίας των συνδικάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου