11 Ιαν 2012

Ο βομβαρδισμός του Πειραιά από τους .... συμμάχους

Η πιο εγκληματική ενέργεια των παραφρόνων συμμάχων. Βομβαρδίζουν τον Πειραιά, δήθεν για να διώξουν τους Γερμανούς. Τα "συμμαχικά" αεροπλάνα,  κάνουν στάχτη την πόλη! Στους δρόμους σκορπισμένα πτώματα, φριχτές εικόνες ακρωτηριασμένων παιδιών! Οι δρόμοι κλεισμένοι από ξύλα, κεραμίδια από τις στέγες, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και λάκκοι που έχουν ανοίξει οι βόμβες. Σφυροκόπημα για τρεις ώρες, από τις 12 το μεσημέρι  - ώρα που ο κόσμος βρισκόταν στους δρόμους. Τα θύματα υπολογίστηκαν  σε 5.500, όλοι Ελληνες, μόνον 8 ήταν οι νεκροί Γερμανοί στρατιώτες. Ανάμεσα στις χιλιάδες των θυμάτων της μέρας εκείνης, συγκαταλέγονται 200 μαθήτριες που πέθαναν από ασφυξία στη Γαλλική Σχολή και 85 μαθήτριες μαζί με τις 15 δασκάλες τους της Δημοτικής Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής Πειραιά, που καταπλακώθηκαν στο καταφύγιο του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας.

Στις 11 Ιανουαρίου 1944 οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν τον Πειραιά. Ό βομβαρδισμός ήταν σφοδρότατος, κυρίως εις το λιμάνι και στα κοντά σ' αυτό κτίρια, όπου εστεγάζοντο γερμανικές υπηρεσίες. Οι βόμβες κατέστρεψαν πολλά κτίρια των ακτών του λιμανιού από τον Άγιο Διονύση έως τον Άγιο Νικόλα. Οι πιο μεγάλες καταστροφές σημειώθηκαν εις τα τετράγωνα από τον σιδηροδρομικό σταθμό των ΣΠΑΠ έως την οδό Κολοκοτρώνη, πίσω από το Θέατρο. Έκτος από τις υλικές καταστροφές, πολλοί αθώοι Πειραιώτες κάθε ηλικίας εφονεύθηκαν, ή ηύραν οικτρό θάνατο από ασφυξία, κάτω από τα σωριασμένα κτίρια και κυρίως στα υπόγεια τους. Άλλοι  ήσαν ακόμη ζωντανοί και τραυματισμένοι κάτω από αυτά. Όσοι σώθηκαν, σε οικτρά κατάσταση, αφήνοντας την περιουσία τους και τα σπίτια τους στο έλεος του θεού, άρπαξαν λίγο ρουχισμό και έφυγαν από τον τόπο της συμφοράς για την Αθήνα ή αλλού.
Το χειρότερο ήταν πώς διεκόπησαν από την καταστροφή του δικτύου τους, το φως, το νερό, το τηλέφωνο και οι συγκοινωνίες.  Έτσι ο Πειραιάς είχε απομονωθεί από την άλλη Ελλάδα. Είχαν διαλυθεί και οι υπηρεσίες όλες, και η  Αστυνομία (στα Β' Ε' Α' και Στ' τμήματα), είχε υποστεί συμφορές σε θύματα και σχεδόν δεν υπήρχε.

Εγώ, ο Α75, μαζί με άλλους 30 Συναδέλφους του Α' Αστυνομικού τμήματος Αθηνών, τρεις αρχιφύλα­κες και τον υποδιοικητή μας Νικολόπουλο, βρεθήκαμε κοντά στους Πειραιώτες το πρωί της 13ης Ιανουαρίου. Μας ξεφόρτωσαν από ένα φορτηγό μπροστά στον ναό του Άγίου Κωνσταντίνου. Ψιλόρριχνε χιονόνερο και το διαπεραστικό κρύο πέρναγε την υγρή μπέρτα, την χοντροϋφασμένη  χλαίνη και την στολή και έφτανε ως το κόκαλο. Οι αρβύλες και οι μπότες δεν βάσταγαν κρύο και έμπαζαν νερά.
      
Ο υποδιοικητής ανέβηκε στο απάνω σκαλοπάτι της εισόδου του ναού και μας είπε:
- «Κύριοι, ήλθαμε εδώ όπως και τόσοι άλλοι Συνάδελφοι, χθες και σήμερα, για να βοηθήσουμε την Αστυνομία του Πειραιά. Εμείς θα βοηθήσουμε το Β' Αστυνομικό τμή­μα, που είναι κοντά στο ρολόϊ. Το έργο μας είναι δύσκολο και επικίνδυ­νο. Πρέπει να σώσουμε ζωές παγιδευ­μένες κάτω από τους σωρούς των πεσμένων κτηρίων, να συνδράμουμε τραυματίες, να περιφρουρήσουμε την περιουσία των πολιτών. Οι δρόμοι είναι αδιάβατοι από οικοδομικά υλικά των πεσμένων κτιρίων. Εχουν ανασκαφεί  σε μερικά σημεία από τις βόμβες. Εχουν ακόμη τραμ ακινητοποιημένα ή κατεστραμμένα, σιδη­ροτροχιές αναποδογυρισμένες στρα­βωμένες και υψωμένες, ζώα πεθαμέ­να σε τυμπανιαία κατάσταση. Πιο επικίνδυνοι για μας είναι οι μισοπεσμένοι και ετοιμόρροποι τοίχοι, οι αιωρούμενες στέγες και τα πατώμα­τα.  Ενα λάθος μας ή μια ατυχία, μπορεί να ρίψη αυτά επάνω μας και να μας θάψουν ζωντανούς. Λοιπόν, Κύριοι,  κατεβαίνουμε αυτό το δρόμο που είναι αριστερά του θεάτρου. Κάνετε το Σταυρό σας και ο Θεός βοηθός».

Περάσαμε μέσα από χαρακώματα και βγήκαμε στην Λεωφόρο, την αδιάβατη Βασ. Κων/τίνου. Σε όλο το μήκος της ομάδες Συναδέλφων αγωνί­ζονταν να ανοίξουν τρύπες σε υπόγεια που μπορούσε να ήσαν πλακωμένοι άνθρωποι. Εκεί δεξιά μας στην γωνία της Λεωφόρου και της οδού, συνεργεία Συναδέλφων αγωνίζονταν με τα χέρια να βρουν τις μαθήτριες μιας Σχολής, παγιδευμένες στο υπό­γειο ενός σωριασμένου διώροφου. Μάθαμε πως τις βρήκαν νεκρές. Πλήρωσαν και αυτές με το φρικτό θάνατο τους την υπόθεση  Ειρήνης και της ελευθερίας.
Κατεβαίνοντας με δυσκολία και κίνδυνο την οδό Βασιλέως Γεωργίου, βλέπαμε δεξιά μας την καταστροφή πολλών κτιρίων και προς το λιμάνι πίσω από την λαχαναγορά πιο μεγάλη συμφορά. Μόνοι τοίχοι, φαίνονταν όρθιοι, ψηλά, ετοιμόρροποι.
Στην γωνιά της οδού Φίλωνος αντικρίσαμε  τον σωριασμένο σε ερεί­πια ναό της Αγίας Τριάδος και για ειρωνεία στεκόταν κατά την Τράπεζα τα δυο κωδωνοστάσια όρθια. Ερημιά παντού. Ψυχή δεν φαίνονταν, ούτε και ένας Γερμανός. Το λιμάνι βουβό και ακίνητα τα πλεούμενα μικρά και μεγάλα. Μόνον ο σκοπός αστυφύλα­κας στέκονταν στα δεξιά του ναού μπρος στην είσοδο του Β ' Αστυνο­μικού τμήματος.
-  Συναγερμός!   Φώναξε   κάποιος δικός μας.
-  Διαλυθείτε! Φώναξε ο Νικολόπουλος και κρυφθείτε όπου σας φωτίσει ο θεός!

Ένα κανόνι από το ύψος της Καστέλας και ένα άλλο μικρότερο έριχναν αραιές βολές. Ήταν η έναρξη του Συναγερμού. Οι Σειρήνες με το ανατριχιαστικό ουρλιαχτό τους είχαν σιωπήσει, διότι είχε καταστροφή το δίκτυο της Ηλεκτρικής. Όλοι χαθήκαμε κάτω από τα δέντρα της πλατείας προς τον "Αι Σπυρίδωνα. Μερικοί στάθηκαν όρ­θιοι κολλημένοι στους κορμούς των δένδρων. Άλλοι ξάπλωσαν κάτω από τα παγκάκια μέσα σε νερά και άλλοι στα θεμέλια κοντά ενός καλοκτισμένου χαμηλού τοίχου προς την Φίλωνος. Νεκρική σιγή παντού, θα ρίχνουνε τα εγγλέζικα αεροπλάνα. Που θα ρίχνανε τα φοβερά σιδερικά τους; επάνω μας; Πέρασε καμιά ώρα αγωνίας, ώσπου σήμανε κατά τον ίδιο τρόπο ή λήξης!
Συγκεντρωθήκαμε πάλι όλοι. Εί­μαστε αγνώριστοι. Μερικοί βλέπον­τας τον υποδιοικητή αγνώριστο, πή­γαν να γελάσουν. Το γέλιο όμως δεν έρχονταν στα χείλη, γιατί φτάνοντας στο πλακόστρωτο μπρος από τα δυο κωδωνοστάσια του ναού της Αγίας Τριάδος πατάγαμε σε νερά κοκκινό­μαυρα. Είχαμε τα βλέμματα προς το τμήμα που μας φαίνονταν έρημο και δεν κοιτάξαμε δεξιά μας στα προπύ­λαια του ναού.

Εκεί  ήταν μια τραγική εικόνα, που μόνον φωτογραφία θα αποθανάτιζε την φρίκη της. Ό χώρος ανάμεσα στις γκρεμισμένες πόρτες, τις δύο μαρμάρινες κολώνες και τα κωδωνοστάσια ήταν ένας σωρός ξύλα και πέτρες, κάτω δε απ' αυτά νεκροί καταπλακωμένοι. Φαίνονταν πόδια, χέρια, παραμορφωμένα πρόσωπα. Από κει κατέβαινε μαύρο αίμα που το ξέπλυνε το ψιλόβροχο και έφτανε κάτω,  ως το ρείθρο της οδού Βρετανίας (σήμερα Εθνικής  Αντιστάσεως).
Όλοι μας ανατριχιάσαμε. Ό α­στυφύλακας της «Πύλης» μπροστά μας, μας ειδοποίησε να μη κάνουμε τίποτε, διότι είναι νεκροί και τα κωδωνοστάσια ετοιμόρροπα.
Φτάσαμε στην είσοδο του Β' αστυνομικού τμήματος γύρω στις 10 ή ώρα. Ο αστυφύλακας, νέος ψηλός, με ωραία χαρακτηριστικά, ντυμένος καλά, μας έβλεπε σαν σωτήρες. Δεν το είπε, μα το έλεγαν τα μάτια του και όλο το πρόσωπο του που έλαμπε από χαρά.
Τον χαιρετίσαμε κι ανεβαίνον­τας τα ματωμένα σκαλοπάτια φτάσα­με στον διάδρομο του πρώτου ορόφου. Μπρος μας δεξιά ολάνοικτη η πόρτα του Αξιωματικού υπηρε­σίας. Τα άλλα γραφεία του διαδρόμου αριστερά και δεξιά ήσαν κλειστά. Άνοιξα ένα. Ηταν γεμάτο από εμπορεύματα και διάφορα οικιακά αντικείμενα με ένα σημείωμα επάνω τους. Τα είχαν μαζέψει από τα ανοικτά καταστήματα ή τα σπίτια και τα φύλαγαν εκεί. Εκείνο που μου τράβηξε την προσοχή ήταν τρεις νεκροί αστυφύλακες που τους είχαν βάλει επάνω σε φύλλα τσίγκου και τους είχαν σκεπάσει με μια κουβέρ­τα. Οι ασκέπαστες αρβύλες τους, πρόδιναν την παρουσία τους.
Ενώ όλοι σπρώχνονταν στο Γρα­φείο του Αξιωματικού, εγώ πήγα και απεκάλυψα τους νεκρούς. Ήσαν αγνώριστοι με την στολή τους ματω­μένη και τα μάτια ολάνοικτα και σκονισμένα. Ζήταγαν κάπου ανάπαυση μαζί με κείνους στον πρόναο της Αγίας Τριάδος και τους τόσους άλλους γνωστούς και αγνώστους νεκρούς του Πειραιά. Ποιός όμως, θα φρόντιζε να τους κάνη αυτήν την χάρη; Κανένας! Τους έθαψαν όλους μαζί στο Νεκροταφείο της Αναστά­σεως μετά από 2-3 ήμερες. Τις φωτογραφίες των τριών αστυφυλά­κων τις είδα προ 6ετίας περίπου, κρεμασμένες στην σειρά μαζί με άλλων πεσόντων αστυνομικών στους τοίχους ενός δωματίου της αστυνομι­κής Δ/σεως Πειραιώς καί έμεινα ά­ναυδος. Τους είδα και εις το Β' Α­στυνομικό Τμήμα.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας όρθιος εμπρός σ' ένα σκονισμένο τραπέζι οπού δέσποζαν 2-3 κηροπήγια μας είπε με λίγα λόγια τον τομέα μας και την αποστολή μας.
-  Να σώσετε ζωές που θα είναι ακόμη παγιδευμένες στα υπόγεια κά­τω από τις ερειπωμένες οικοδομές, να ρίξετε ετοιμόρροπους τοίχους και όσα αιωρούνταν επάνω στους ανύπο­πτους πολίτες, να φράξετε πρόχειρα τις εκτιθέμενες περιοχές των εμπόρων και των κατοίκων. Αυτό είναι το έργο σας.  Για εργαλεία μη συζητάτε.  Τα χέρια   σας   θα   γίνουν   αξίνες   και λοστοί, σφυριά και φτυάρια. Τα μαντήλια σας επίδεσμοι.   Ό θεός μαζί σας και σας ευχαριστώ.
-  Που θα πάμε; Ρώτησε ένας. Που είναι τα τετράγωνα αυτά; Ό αξιωμα­τικός βγήκε στον εξώστη και έδειξε τα   τετράγωνα   που   είναι   προς  το θέατρο,  από την Φίλωνος έως την Κολοκοτρώνη.
Έτσι βρεθήκαμε σε αδιάβατους και επικίνδυνους δρόμους. Πατάγαμε σε πέτρες και ξύλα, σε λάσπες και χώματα. Όρθιοι μισογκρεμισμένοι τοίχοι στέκονταν δίπλα μας έτοιμοι να πέσουν απάνω μας στο πρώτο φύσημα ανέμου. Στέγες διαλυμένες και πατώματα γερμένα δώθε-κεϊθε σημάδευαν εμάς. Στα καταστήματα έβλεπες τα σκονισμένα και πλακωμέ­να εμπορεύματα από τις πεσμένες πλευρές. Ψηλά έβλεπες, πόρτες, κου­ζίνες, σαλόνια και άλλα δωμάτια σαν εξώστες. Μια απόκοσμη μυρωδιά έσπαζε τις μύτες μας. Φρίκη και μυρουδιά θανάτου παντού.
- Που να είναι οι ζωντανοί άνθρω­ποι; Δεν ακούγεται τίποτε. Ούτε φωνή ούτε ανάσα. Νεκρική σιγή παντού. Όλοι τεντώναμε τα αυτιά. Όλοι με κίνδυνο της ζωής μας κατεβαίναμε σε υπόγειες πόρτες, εμπαίναμε στα μαγαζιά ή περνούσαμε ορθάνοιχτες πόρτες. Ολοι να σώ­σουμε έστω και έναν. Οι ώρες πέρασαν γρήγορα χωρίς αποτέλεσμα. Σε λίγο θα νύχτωνε και το σκοτάδι θα έπεφτε μαύρο και βαρύ σε όλον τον Πειραιά. Ό συσκοτισμός ήταν αυ­στηρός και ή κυκλοφορία δεν επιτρέπονταν μετά την δύση του ήλιου.
Με σανίδες και ξύλα φράξαμε μερικά μαγαζιά και από την Βασ. Γεωργίου πήγαμε στην Αστυνομική Δ/νση, που ήταν σ' ένα τριώροφο καινούργιο κτήριο στην οδό Αγίου Κωνταντίνου και Σωτήρος. Ήταν σκο­τεινά όλα. Ψηλαφητά ανεβήκαμε τις σκάλες και φτάσαμε στο διάδρομο του πρώτου ορόφου. Εκεί το φως ενός κεριού μας άλλαζε την όψι και μας μετέβαλε σε παράξενες σκιές.
Μαζευτήκαμε όλοι σ' ένα σκοτεινό γραφείο καλά καμουφλαρισμένο με μπλε χαρτί στα τζάμια. Το φως του κεριού έφτανε ως εμάς από την ανοικτή πόρτα. Είμαστε αγνώριστοι, λασπωμένοι, βρεμένοι και κατάκο­ποι και νηστικοί. Τότε ήλθε ανάμεσα μας ο Διοικητής μας κ. Ευάγγελος Καραμπέτσος. Ευθυτενής, σοβαρός, με την θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του μας κοίταξε όλους και μετά ολιγόλεπτη σιωπή μας είπε:
Ο βομβαρδι­σμός του Πειραιώς ήταν μια συμφορά για τους Πολίτες του και τους περαστικούς. Δεν ταιριάζει θρήνος και λιποψυχία, διότι τότε δεν θα ανταποκριθούμε στο  δύσκολο και ξένο προς τα καθήκοντα μας έργο.
Αφού όμως, όλες οι υπηρεσίες διελύθησαν και αυτή σχεδόν, ή Α­στυνομία, εμείς, εκτός από το πολύ­πλευρο και υπεύθυνο έργο μας, εγίναμε εκσκαφείς, κατεδαφισταί, τραυμα­τιοφορείς, ιατροί, νεκροφορείς. Εκάναμε το καθήκον μας εις το ακέραιο και άλλοι έρχονται από την Αθήνα, δια τις νυκτερινές περιπο­λίες. Σεις θα πάτε σε λίγο στο Τμήμα μας να πλυθείτε και να ξεκουραστείτε. Φαίνεται πως το 1944, επιφυλάσσει πολλά δια τους Έλληνες. Θέλω από σας, ενότη­τα, αλληλοβοήθεια, εμμονή εις το καθήκον, διότι έτσι θα ξεπεράσουμε όσο είναι δυνατόν πιο ανώδυνα τις δοκιμασίες σαν την τωρινή. Σας ευχαριστώ όλους σας και σας καληνυ­χτίζω».
Μας έσφιξε όλων το χέρι και πήγε στο διπλανό Γραφείο του υποδιευθυντού. Χάθηκε   μέσα   στο   σκοτάδι   του δωματίου.   Εμείς βγήκαμε στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου όπου το σκοτάδι ήταν πιο βαθύ που μύριζε κόλαση και θανατικό. Μας φόρτωσαν σ' ένα φορτηγό και σιγά-σιγά φύγαμε, χωρίς να βλέπουμε από που περάσαμε».

Βασίλης  Παν. Κουτουζής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου