Το 1934, ένας από τους πρώτους οπαδούς του Αδόλφου Χίτλερ, ο καθηγητής βοτανολογίας Ernst Lehmann, χαρακτηρίζει τον Εθνικοσοσιαλισμό ως πολιτικά εφηρμοσμένη βιολογία και προχωρεί εξηγώντας ότι το κόμμα αναγνωρίζει και αποδέχεται πως ο διαχωρισμός και η αποξένωση της ανθρωπότητας από τον φυσικό κόσμο, δηλαδή από το σύνολο της ζωής στον πλανήτη, οδηγεί στην καταστροφή της και στον θάνατο των εθνών. Μόνο μέσω της επανένταξης και ενσωμάτωσης των ανθρώπων στο ολιστικό σύνολο του κόσμου είναι εφικτή η ισχυροποίηση του γερμανικού λαού – γεγονός που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο των βιολογικών στόχων της εποχής.
Το επίκεντρο ολόκληρης της εθνικοσοσιαλιστικής διανόησης δεν εστιάζεται στην ανθρωπότητα, αλλά στην καθ’ αυτή ζωή, με την ολιστική της έννοια. Πρόκειται για την πρώτη βιοκεντρική πολιτική ιδεολογία, σε αντίθεση με τις μέχρι τότε αποκλειστικά ανθρωποκεντρικές. Κατά συνέπεια, αυτή η τάση για την αποκατάσταση του δεσμού του ανθρώπου με τον ολιστικό χαρακτήρα της ζωής, με αυτή την ίδια τη φύση μέσα στην οποία ο άνθρωπος γεννάται και αναπτύσσεται, αποτελεί την εσώτερη έννοια και την πεμπτουσία της εθνικοσοσιαλιστής σκέψης.
Η θέση αυτή του Lehmann το 1934, που εκπλήσσει ακόμη και στην εποχή μας, φαντάζει ανεξήγητη και αλλόκοτη, αλλά είναι δυνατόν να ερμηνευθεί, εάν συνδυασθεί με μια σχηματική ανάλυση των οικολογικών στοιχείων στις ιδεολογικές τάσεις του εθνικοσοσιαλισμού και την πρακτική εφαρμογή τους κατά τη δωδεκαετή περίοδο της απόλυτης εξουσίας του κόμματος στη Γερμανία, όπως και των προδρόμων αυτών των καινοφανών ροπών κατά των 19ο αιώνα και των αρχών του επομένου.
Το Λίκνο της πράσινης σκέψης Αν και περνά απαρατήρητο, ο γερμανικός χώρος συνιστά το πρόσφορο έδαφος για την ανάδειξη μιας σύνθεσης φυσιολατρείας και εθνικισμού, που καταλήγει σε ένα πανίσχυρο αμάλγαμα υπό την επίδραση του αντιορθολογικού ρεύματος της ρομαντικής παράδοσης. Αυτή η δυναμική εκφράζεται σχεδόν υποδειγματικά από δύο σημαντικότατες φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα, τον ακαδημαϊκό και ποιητή Ernst Moritz Arndt (1767-1860) και τον επίσης ακαδημαϊκό, ιστορικό και δημοσιογράφο Wilhelm Heinrich Riehl (1823-1897).
Ο Ernst Moritz Arndt χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως ο πρώτος οικολόγος με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Με το εκπληκτικό δοκίμιό του, με τίτλο «Για την Προστασία και Διατήρηση των Δασών», που είναι γραμμένο το 1815, την εποχή της έναρξης μίας αμείλικτης προώθησης της εκβιομηχάνισης στην κεντρική Ευρώπη, στρέφεται με δριμύτητα κατά της κοντόφθαλμης ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης των δασών και του εδάφους, καταδικάζοντας τις εκτενέστατες αποψιλώσεις που υπακούουν σε ανερμάτιστα οικονομικά κριτήρια. Σε αρκετά σημεία, οι παρατηρήσεις του είναι κυριολεκτικά διαχρονικές, συμπίπτοντας με τις σύγχρονες θέσεις του βιοκεντρισμού. Για παράδειγμα: τονίζει πως, εάν κάποιος παρατηρώντας τη φύση κατανοεί τους συνεκτικούς δεσμούς και τις αλληλοεξαρτώμενες σχέσεις που αναπτύσσονται, τότε το κάθε τι αποκτά εξίσου σημαντική σπουδαιότητα, είτε πρόκειται για θάμνο, ασπόνδυλο οργανισμό, φυτό, άνθρωπο, πέτρα ή ζώο και τίποτε δεν έρχεται πρώτο ή τελευταίο, καθώς όλα συναπαρτίζουν μία και μοναδική ενότητα. Από την άλλη πλευρά, ο Arndt είναι ξεκάθαρα εθνικιστής, χαρακτηρίζοντας με τα χειρότερα επίθετα τους Εβραίους, τους Σλάβους και τους Γάλλους, απαιτώντας από τους συμπατριώτες του φυλετική συνοχή και τευτονική αγνότητα.
Ο Wilhelm Heinrich Riehl προχωρεί ακόμη περισσότερο από τον Arndt και, σε ορισμένα σημεία, οι οικολογικές του ανησυχίες είναι βαθύτερες και εντονότερες. Προαγγέλλει δυναμικές κινήσεις σύγχρονου τύπου, όπως η Green Peace, όταν στο δοκίμιό του με τίτλο «Αγρός και Δάσος» (Feld und Wald), γραμμένο το 1853, καλεί τους συμπατριώτες του σε ένα νέο αγώνα για την προστασία της φύσης. Ταυτόχρονα, το πάθος του για τη φύση συνδέεται με εθνικιστικά κριτήρια, τονίζοντας ότι η διάσωση των δασών δεν στοχεύει στην απρόσκοπτη προμήθεια ξυλείας για τους παγωμένους χειμώνες, αλλά στη διατήρηση του παλμού της ζωής του λαού και στην κατοχή της Γερμανίας από τους Γερμανούς.
Ο Riehl είναι σφοδρός πολέμιος της ανεξέλεγκτης εκβιομηχάνισης και της αστικοποίησης. Οι αντισημιτικές του τάσεις είναι προφανείς στο έργο του, στα σημεία που εγκωμιάζει τις αξίες της αγροτικής ζωής, καταδικάζοντας τις εκσυγχρονιστικές αστικές ροπές. Θεωρείται ιδρυτής του ρομαντικού αγροτικού κινήματος και της κίνησης κατά της αστυφιλίας, εισάγοντας παράλληλα στη μελέτη της Ιστορίας τη θεμελιώδη θέση της κοινωνικής δομής στη διαμόρφωση των ιστορικών εξελίξεων.
Το επίκεντρο ολόκληρης της εθνικοσοσιαλιστικής διανόησης δεν εστιάζεται στην ανθρωπότητα, αλλά στην καθ’ αυτή ζωή, με την ολιστική της έννοια. Πρόκειται για την πρώτη βιοκεντρική πολιτική ιδεολογία, σε αντίθεση με τις μέχρι τότε αποκλειστικά ανθρωποκεντρικές. Κατά συνέπεια, αυτή η τάση για την αποκατάσταση του δεσμού του ανθρώπου με τον ολιστικό χαρακτήρα της ζωής, με αυτή την ίδια τη φύση μέσα στην οποία ο άνθρωπος γεννάται και αναπτύσσεται, αποτελεί την εσώτερη έννοια και την πεμπτουσία της εθνικοσοσιαλιστής σκέψης.
Η θέση αυτή του Lehmann το 1934, που εκπλήσσει ακόμη και στην εποχή μας, φαντάζει ανεξήγητη και αλλόκοτη, αλλά είναι δυνατόν να ερμηνευθεί, εάν συνδυασθεί με μια σχηματική ανάλυση των οικολογικών στοιχείων στις ιδεολογικές τάσεις του εθνικοσοσιαλισμού και την πρακτική εφαρμογή τους κατά τη δωδεκαετή περίοδο της απόλυτης εξουσίας του κόμματος στη Γερμανία, όπως και των προδρόμων αυτών των καινοφανών ροπών κατά των 19ο αιώνα και των αρχών του επομένου.
Το Λίκνο της πράσινης σκέψης Αν και περνά απαρατήρητο, ο γερμανικός χώρος συνιστά το πρόσφορο έδαφος για την ανάδειξη μιας σύνθεσης φυσιολατρείας και εθνικισμού, που καταλήγει σε ένα πανίσχυρο αμάλγαμα υπό την επίδραση του αντιορθολογικού ρεύματος της ρομαντικής παράδοσης. Αυτή η δυναμική εκφράζεται σχεδόν υποδειγματικά από δύο σημαντικότατες φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα, τον ακαδημαϊκό και ποιητή Ernst Moritz Arndt (1767-1860) και τον επίσης ακαδημαϊκό, ιστορικό και δημοσιογράφο Wilhelm Heinrich Riehl (1823-1897).
Ο Ernst Moritz Arndt χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως ο πρώτος οικολόγος με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Με το εκπληκτικό δοκίμιό του, με τίτλο «Για την Προστασία και Διατήρηση των Δασών», που είναι γραμμένο το 1815, την εποχή της έναρξης μίας αμείλικτης προώθησης της εκβιομηχάνισης στην κεντρική Ευρώπη, στρέφεται με δριμύτητα κατά της κοντόφθαλμης ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης των δασών και του εδάφους, καταδικάζοντας τις εκτενέστατες αποψιλώσεις που υπακούουν σε ανερμάτιστα οικονομικά κριτήρια. Σε αρκετά σημεία, οι παρατηρήσεις του είναι κυριολεκτικά διαχρονικές, συμπίπτοντας με τις σύγχρονες θέσεις του βιοκεντρισμού. Για παράδειγμα: τονίζει πως, εάν κάποιος παρατηρώντας τη φύση κατανοεί τους συνεκτικούς δεσμούς και τις αλληλοεξαρτώμενες σχέσεις που αναπτύσσονται, τότε το κάθε τι αποκτά εξίσου σημαντική σπουδαιότητα, είτε πρόκειται για θάμνο, ασπόνδυλο οργανισμό, φυτό, άνθρωπο, πέτρα ή ζώο και τίποτε δεν έρχεται πρώτο ή τελευταίο, καθώς όλα συναπαρτίζουν μία και μοναδική ενότητα. Από την άλλη πλευρά, ο Arndt είναι ξεκάθαρα εθνικιστής, χαρακτηρίζοντας με τα χειρότερα επίθετα τους Εβραίους, τους Σλάβους και τους Γάλλους, απαιτώντας από τους συμπατριώτες του φυλετική συνοχή και τευτονική αγνότητα.
Ο Wilhelm Heinrich Riehl προχωρεί ακόμη περισσότερο από τον Arndt και, σε ορισμένα σημεία, οι οικολογικές του ανησυχίες είναι βαθύτερες και εντονότερες. Προαγγέλλει δυναμικές κινήσεις σύγχρονου τύπου, όπως η Green Peace, όταν στο δοκίμιό του με τίτλο «Αγρός και Δάσος» (Feld und Wald), γραμμένο το 1853, καλεί τους συμπατριώτες του σε ένα νέο αγώνα για την προστασία της φύσης. Ταυτόχρονα, το πάθος του για τη φύση συνδέεται με εθνικιστικά κριτήρια, τονίζοντας ότι η διάσωση των δασών δεν στοχεύει στην απρόσκοπτη προμήθεια ξυλείας για τους παγωμένους χειμώνες, αλλά στη διατήρηση του παλμού της ζωής του λαού και στην κατοχή της Γερμανίας από τους Γερμανούς.
Ο Riehl είναι σφοδρός πολέμιος της ανεξέλεγκτης εκβιομηχάνισης και της αστικοποίησης. Οι αντισημιτικές του τάσεις είναι προφανείς στο έργο του, στα σημεία που εγκωμιάζει τις αξίες της αγροτικής ζωής, καταδικάζοντας τις εκσυγχρονιστικές αστικές ροπές. Θεωρείται ιδρυτής του ρομαντικού αγροτικού κινήματος και της κίνησης κατά της αστυφιλίας, εισάγοντας παράλληλα στη μελέτη της Ιστορίας τη θεμελιώδη θέση της κοινωνικής δομής στη διαμόρφωση των ιστορικών εξελίξεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου