31 Μαρ 2013

Η οργή αριστερών συνδικαλιστών για τον φασισμό σημαίνει φόβος για την επανάσταση

Στην Ιταλία το 1912 τα πιο αγωνιστικά φιλε­λεύθερα στοιχεία είναι βαθιά αποκαρδιωμένα ... Αυτό που σύντομα θα γίνει είναι ένα μεγάλο σοσιαλιστικό κράτος ... αυστηρά συγκεντρωτικό ... μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια ... Σε 10 χρόνια, θα έχει οικοδομηθεί ένα κράτος όπου δε θα υπάρχει κανένα ίχνος ευρωπαϊκού «φιλελευθερισμού».
Γουίντχαμ Λιούις, Άγγλος οπαδός του φασισμού (1926)

Συνεχώς τον τελευταίο καιρό ακούμε στην πατρίδα μας συνδικαλιστές της κοινοβουλευτικής αριστεράς να μιλούν αναφερόμενοι στον φασισμό με εξευτελιστικά λόγια θεωρώντας τον σαν βρισιά. Για να δούμε όμως που στηρίζεται όλο αυτό το μίσος προς το φασισμό όλων αυτών των σοσιαλοδημοκρατών και λοιπών αριστερών και μαρξιστικών κοινοβουλευτικών κομμάτων θα πρέπει να μελετήσουμε με προσοχή τον συνδικαλισμό την περίοδο του φασισμού.

Το Φασιστικό Κόμμα γεννήθηκε με τα μισά μέλη να είναι δεξιοί Εθνικιστές και τα άλλα μισά να είναι αριστεροί Εθνικο-Συνδικαλιστές. Οι Φασίστες είχαν πλήρη εμπιστοσύνη στην ικανότητα των εργαζομένων να μάθουν να λειτουργούν στην κοινωνία και θεωρούσαν ότι το συνδικάτο ήταν το σχολείο για την ανάπτυξη αυτής της ικανότητας. Τα συνδικάτα έπρεπε να αναλάβουν τις λειτουρ­γίες που επιτελούνταν από το Κράτος, και το Κράτος έπρεπε να διαλυθεί. Με αυτό τον τρόπο θα γινόταν η επανάσταση.

Οι διαμάχες στην Ιταλία μέσα στην Ομοσπονδία των Εργατών Γης επέτρε­ψαν στους φασίστες να αναπτυχθούν. Οι φασίστες προέβα­λαν το σύνθημα «Η γη σε αυτούς που την καλλιεργούν» ως απάντηση στη σοσιαλιστική εθνικοποίηση της γης.

Η αναγνώριση του εθνικού χαρακτήρα του εργατικού σωματείου, μέσα στο φασισμό, έφερε σαν αποτέλεσμα να επιβληθεί η υποχρεωτική συνδρομή σε όλες τις κατηγορίες συνδικαλιστικών σωματείων. Συνδρομή θα πληρώνουν υποχρεωτικά όλοι οι εργαζόμενοι είτε είναι γραμμένοι στο σωματείο είτε όχι. Η ετήσια συνδρομή για τους εργάτες δεν μπορούσε να υπερβεί το ένα ημερομίσθιο και για τους εργοδότες η αμοιβή τόσων ημερών εργασίας όσοι είναι και οι εργάτες της επιχείρησής τους. Το 1933 το σύνολο των εισφορών στα εργατικά συνδικάτα ανήλθε σε 289.993.000 λιρέτες. Από αυτά τα 197.000.000 εκατομμύρια καταβλήθηκαν από τους εργοδότες και μόνο 93 εκατομμύρια από τους εργαζόμενους. Ο μέσος όρος εισφοράς για κάθε εργάτη ήταν 13 λιρέτες και για κάθε εργοδότη 49 λιρέτες.

Τρεις τάσεις συνενώθηκαν για να σχηματίσουν το φασι­στικό κίνημα· οι πρωτοφασίστες συνδικαλιστές, οι εθνικιστές και οι μουσολινικοί σοσιαλιστές. 

Ο Μπενίτο Μουσολίνη ήταν ένας γεννημένος εξ­τρεμιστής. Σε ηλικία 17 ετών, ο νεαρός σοσιαλιστής επαι­νούσε τη δολοφονία του βασιλιά Ουμπέρτο από έναν αποκα­λούμενο αναρχικό και υποστήριζε την πολιτική βία ως μέσο αγώνα. Διακατεχόταν από έντονη αντιθρησκευτικότητα και στην πραγματικότητα ήταν, σε αυτό τον τομέα, πιο ριζο­σπαστικός από ό,τι οι περισσότεροι σοσιαλιστές ... ακριβώς όπως οι αναρχικοί.
Η σχέση του με το αναρχικό κίνημα ή­ταν στενή και εγκάρδια. Το 1903, ήταν ομιλητής, μαζί με τον αναρχικό Λουίτζι Μπερτόνι, σε μια συνάντηση στη Γενεύη. Μιλώντας για τον ιταλικό σοσιαλισμό, υπογράμμισε την επαναστατική φύση του, αρνήθηκε ότι εί­ναι αναρχικός, αλλά υποστήριξε ότι είναι επαναστάτης.

Πριν προχωρήσουμε, ίσως είναι απαραίτητο να προσδιο­ρίσουμε τον όρο συνδικαλισμός. Σε γενικές γραμμές, επιδιώ­κει να αντικαταστήσει τον καπιταλισμό και το Κράτος με τον έλεγχο των εργατών μέσω της δομής των τοπικών συνδικάτων και άλλων εθελοντικών ενώσεων. Οι βα­σικές ιδέες του συνδικαλισμού είχαν τις ρίζες τους στον αναρχισμό, ειδικά σε στοχαστές όπως ο Προυντόν και ο Μπακούνιν, αλλά η ιδέα του συνδικαλισμού καρποφόρησε κατά τη δεκαετία του 1890 με τον Φερδινάνδο Πελουτιέ. Όλη αυτή την περίοδο, ο Μουσολίνι ασχολούνταν πολύ με τον επαναστατικό αναρχισμό. Διάβαζε όλα τα αναρχικά περιοδικά και μετέφρασε στην ιταλική γλώσσα το έργο του Κροπότκιν «Αναμνήσεις Ενός Επαναστάτη». Αργότερα, μετέ­φρασε τα έργα του Ρεκλύ «Ο Άνθρωπος και η Γη» και του Κροπότκιν «Η Γαλλική Επανάσταση». Αντιπαθούσε το μετριο­παθή αναρχισμό, γράφοντας στην αναρχική εφημερίδα «Ελεύ­θερη Σελίδα» ότι: «ο αναρχισμός που υιοθετείται από τις μάζες χάνει το μεγαλείο του, τον ηρωισμό του, επειδή οι μάζες είναι άνανδρες ... μόνον οι μεγαλειώδεις βίαιοι άν­θρωποι, που ζουν πέραν του καλού και του κακού, μπορεί να αποκαλούνται αναρχικοί». Αυτό δε σημαίνει ότι ήταν αναρ­χικός και ποτέ δεν αυτοπροσδιορίστηκε ως τέτοιος, απλά θαύμαζε το θάρρος, τη βία και τον εξτρεμισμό των ακραίων αναρχικών. Ο Μουσολίνι, επίσης, εξυμνούσε τις αρετές των συνωμοτών Μπαμπέφ και Μπλανκί. Ο πυρήνας της πολιτικής φιλοσοφίας του και ένα σταθερό χαρακτηριστικό και της σοσιαλιστικής και της φασιστικής σταδιοδρομίας του είναι η πίστη του στην αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα της βίας ως μέσου για την κοινωνική αλλαγή.

Ανεξάρτητα από τον Μουσολίνι και την τάση του, οι συνδικαλιστές συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη του φασισμού. Αυτοί οι πρωτο-φασίστες συνδικαλιστές δεν ήταν ποτέ μουσολινικοί ούτε και δεξιοί εθνικιστές, αλλά α­νέπτυξαν ένα δικό τους αριστερό κορπορατισμό ή εθνικό συνδικαλισμό. Προε­τοίμασαν το έδαφος τον ολοκληρωτικό κορπορατισμό.

Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν ο Σέρτζιο Πανούντσιο, ο Ολιβέτι, ο Ροσόνι, ο Οράνο και ο Λαντσίλο. (Ο Ολιβέτι και ο Πανούντσιο επηρέασαν τον Μουσολίνι τα χρόνια 1904-1908) Να σημειώσουμε ότι οι περισσότεροι συνδικαλι­στές της εργατικής τάξης έγιναν φασίστες.

Το 1912 οι συνδικαλιστές ηγέτες απογοητεύονταν όλο και περισσότερο από την εργατική τάξη. Υπήρξε μία έκκληση για τη δημιουργία ενός Συνδικαλιστικού Κόμματος, που θα περιελάμβανε μη-συνδικαλιστές επαναστάτες. Οι συνδικα­λιστές προχώρησαν σε μία τακτική συμμαχία με την ομάδα του Μουσολίνι το 1912, που βοήθησε τον δεύτερο να πάρει τον έλεγχο του Σοσιαλιστικού Κόμματος από τους Μεταρ­ρυθμιστές. Το ίδιο χρονικό διάστημα, κάποιοι συνδικαλιστές βρήκαν επίσης μια συγγένεια με τους δεξιούς εθνικιστές.

Τότε, προέκυψε το ζήτημα του πολέμου. Ο Μουσολίνι και οι συνδικαλιστές ήταν αντίθετοι στο μιλιταρισμό. Ο Ντούτσε ήταν ακόμα πιο εξτρεμιστής από τους κοινούς σοσιαλιστές πάνω στο ζήτημα του πολέμου υιοθετώντας τη θέση του Ερβέ υπέρ της λιποταξίας ως μιας αντιμιλιταριστικής τακτικής. (Ο Γουσταύος Ερβέ ήταν ένας επαναστάτης σοσιαλιστής και φλογερός αντιμιλιταριστής. Και αυτός επίσης έγινε αρ­γότερα φασίστας).
Ωστόσο, από το 1908, ο Πανούντσιο -και πάλι όπως ο Λένιν- άρχισε να βλέπει μια θετική επαναστατι­κή δυνατότητα στον πόλεμο. Πίστευε ότι ένας πλατιά διαδε­δομένος πόλεμος θα επέτρεπε στην καινούργια προλεταρια­κή ελίτ να καταλάβει την εξουσία. Οι εργάτες θα έπαιρναν μέρος στις πολεμικές μάχες και έτσι θα ήταν σε καλή κατά­σταση για την επανάσταση. Έτσι, το 1911, ο Πανούντσιο, ο Λαμπριόλα, ο Ολιβέτι και ο Πάολο, υποστήριξαν τον πόλεμο της Ιταλίας εναντίον της Τουρκίας που ξέσπασε στη Λιβύη.
Όταν ο παγκόσμιος πόλεμος ξέσπασε τον Αύγουστο του 1914, οι συνδικαλιστές ηγέτες τοποθετήθηκαν γρήγορα υπέρ της συμμετοχής. Η διάλυση της υποτιθέμενης αλλη­λεγγύης μεταξύ των εργατών των εμπόλεμων χωρών οδήγη­σε τους συνδικαλιστές στο ερώτημα του γιατί είχε συμβεί αυτό. Η απάντηση που έδωσαν ήταν ότι αυτή η αλ­ληλεγγύη ήταν μια ψευδαίσθηση.
Η αντιπολεμική πλειονότη­τα των σοσιαλιστών αρνήθηκε τη συνεργασία με τους στρα­τιώτες, και τότε αυτοί στράφηκαν προς την αριστερά (πρωτοφασίστες) που ήταν υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο. Πε­ρίπου την ίδια περίοδο, ο Αλφρέντο Ρόκο, ένας αριστερός μέλος του Εθνικιστικού Κόμματος, πρότεινε μια μορφή Ε­θνικού Σοσιαλισμού, και έτσι ήρθαν πιο κοντά οι εθνικιστές με τους πρωτοφασίστες συνδικαλιστές και σοσιαλιστές.
Ο Πανούντσιο, γράφοντας το 1917, δήλωσε ότι ο σοσιαλισμός έχει χρεοκοπήσει και, εάν επρόκειτο να έχει κάποιο μέλλον, χρειαζόταν μια νέα θεωρία που να μην είναι ντετερμινιστική ούτε να βασίζεται μόνο στο προλεταριάτο, αλλά να είναι όντως ρεαλιστική. Ένα χρόνο αργότερα, επαναπροσδιόρισε το συνδικαλισμό. Το ιταλικό πολιτικό σύστημα έπρεπε να αντικατασταθεί από ένα σύστημα βασισμένο στα συνδικάτα ριζωμένα στην οικονομική λειτουργία τους. Ο ρόλος αυτών των συνδικάτων θα ήταν σε μεγάλο βαθμό πολιτικός, και όχι οικονομι­κός όπως στο παρελθόν. Η συμμετοχή σε αυτά έπρεπε να είναι υποχρεωτική.

Συμπέρασμα μετά από όλα αυτά.
Καλό είναι να πάψουν να μιλάνε για τον φασισμό με τόση απαξίωση και οι αριστεροί και οι δημοσιογράφοι της χώρας μας. Τα γεωστρατηγικά λάθη που έκανε δεν αποκλείουν την επαναστατικότητα και αντιπαλότητα που έχει κατά του καπιταλισμού, που ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή που είχαν κομμουνιστές και σοσιαλιστές.

25 Μαρ 2013

Ανάπτυξη και προστασία του περιβάλλοντος. Μύθοι και πραγματικότητα


Αφορμή για να γράψω αυτό το κείμενο ήταν η αντιπαράθεση που ξέσπασε με αφορμή τα μεταλλεία εξόρυξης χρυσού της Χαλκιδικής. Βασική αρχή μας είναι ότι τα συγκεκριμένα μεταλλεία προξενούν τεράστια καταστροφή στο περιβάλλον ενώ παράλληλα δημιουργούν μεγάλα προβλήματα στον πρωτογενή αγροτικό παραγωγικό τομέα της περιοχής. Όμως δεν μένουμε μόνο εκεί. Βλέπουμε όμως την ίδια στιγμή τον «κοινοβουλευτισμό» να έχει μοιράσει τους ρόλους του στα πολιτικά κόμματα, σε μια προσπάθεια να καλύψει τα μικροκομματικά του παιχνίδια.

Τα νεοφιλελεύθερα κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στηρίζουν την πολυεθνική Ελ Ντοράλντο. Άλλωστε το ΠΑΣΟΚ ξεπούλησε για μια χούφτα ευρώ όλη αυτή την περιοχή. Μιλάνε για θέσεις εργασίας που δημιούργησε η επένδυση αλλά δεν αναφέρουν ούτε μια λέξη για τις καταστροφή του περιβάλλοντος. Επίσης δεν τολμούν να αναφέρουν τι κερδίζει ο ελληνικός λαός από την εξόρυξη του χρυσού. Η Ελ Ντοράλντο, όπως και οι υπόλοιπες πολυεθνικές, το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να «κλέβουν» τον ορυκτό πλούτο των λαών. Όλος ο χρυσός της Χαλκιδικής θα φύγει στο εξωτερικό, κάτι που ξεχνούν να αναφέρουν οι νεοφιλελεύθεροι. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά για προστασία του περιβάλλοντος, αλλά δεν αναφέρει τον τρόπο που θα υπάρξει ανάπτυξη στην πατρίδα μας χωρίς την εκμετάλλευση του ορυκτού της πλούτου. Αν θέλουμε οικονομική ανάπτυξη, χωρίς ξένα δανεικά, θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια τεχνολογική και βιομηχανική εθνική αναπτυξιακή έκρηξη, κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ της διεθνιστικής αριστεράς πουθενά δεν τολμά να αναφέρει. Η Χρυσή Αυγή από την πλευρά της στηρίζει τους μεταλλωρύχους αλλά είναι κατά της πολυεθνικής. Θέλει μια εταιρεία του δημοσίου να ελέγχει τα μεταλλεία και τους εργάτες να δουλεύουν όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι. «Η δραστηριότητα δεν πρέπει να παύσει μεν αλλά, η εξόρυξη του χρυσού πρέπει να γίνει από εταιρία που θα ελέγχεται κατά πλειοψηφία από το δημόσιο, στην οποία θα έχουν μερίδιο και λόγο», αναφέρει. Αλλά κουβέντα δεν λέει για την προστασία του περιβάλλοντος. Το μοντέλο της δημόσιας εταιρείας μπορεί να έχει όφελος βέβαια για τους ψηφοφόρους των κομμάτων (όλη η μεταπολίτευση στηρίχθηκε στη μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων) αλλά δεν διαφυλάσσει και την προστασία του περιβάλλοντος. Σε αυτό το μοντέλο στηρίχθηκε τόσα χρόνια η ΔΕΗ και γνωρίζουμε την τεράστια οικολογική καταστροφή που προξένησε στην περιοχή της Πτολεμαΐδας και της Μεγαλόπολης. Να μην μιλήσουμε για το αναπτυξιακό μοντέλο του ΚΚΕ, που έφερε τα τεράστια οικολογικά προβλήματα με το Τσερνομπίλ και την λίμνη Αράλη καθώς και στο περιβάλλον της Σιβηρίας. Ο σοσιαλισμός δεν περνά απαραίτητα μέσα από τον κρατισμό.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορεί τελικά να υπάρξει ανάπτυξη της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής, με παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος. Αν και κανείς δεν τολμά να το αναφέρει, για να υπάρξει μια ανάπτυξη του παραγωγικού τομέα στην πατρίδα μας, χωρίς ταυτόχρονα να καταστρέφουμε το φυσικό της περιβάλλον, θα πρέπει να έχουμε σαν κεντρικό δόγμα όχι το κέρδος (όπως συνιστά ο καπιταλισμός) αλλά την οικοδόμηση μια ανάπτυξης που θα σέβεται την ελληνική φύση. Η ιδεολογική σύνθεση της ελληνικής γης με το του ελληνικό αίμα, που είναι το κυρίαρχο σύνθημα σε μια εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση, θα φέρει τον παραγωγικό εκσυγχρονισμό μέσα από την «ασπίδα» μιας οικολογικής προστασίας, όπου δεν θα κυριαρχεί το κέρδος αλλά η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων.

Αυτό που διαφεύγει τις προσοχής πολλών επικριτών του εθνικοσοσιαλισμού, είναι ότι οι παραγωγικές εκσυγχρονιστικές τάσεις, που επικράτησαν την περίοδο που κυβερνούσαν οι εθνικοσοσιαλιστές στη Γερμανία, είχαν μια βασική οικολογική συνιστώσα, που δεν αποτελούσε αντίφαση αλλά σύνθεση για τη συγκεκριμένη ιδεολογία. Οι δύο άντρες που είχαν επιφορτιστεί με την τήρηση αυτής της περιβαλλοντικής επαγγελίας εν μέσω μιας εντατικής εκβιομηχάνισης ήταν οι Fritz Todt που είχε την άμεση ευθύνη γι ζητήματα τεχνολογίας και βιομηχανικής πολιτικής και ο μηχανικός Alwin Seifert. Ο Todt έφερε σε πέρας την κατασκευή των αυτοκινητοδρόμων - από τα μεγαλύτερα έργα του αιώνα - με μια οικολογική προστασία πρωτόγνωρη για την τότε εποχή. Αξίωνε όλα τα έργα να βρίσκονται σε αρμονία με τη φύση και το φυσικό τοπίο. Σε αυτή την αρχή στηρίχθηκαν και οι αρχαίοι Έλληνες για την κατασκευή των οικοδομημάτων τους. Οι οικολογικές διαστάσεις αυτής της προσέγγισης υπερέβαιναν τα όρια μιας φροντίδας αρμονικής προσαρμογής με τον φυσικό περίγυρο αλλά έφτασε να κυριαρχεί σαν ιδεολογική αρχή. Ο Todt καθιέρωσε επίσης αυστηρά κριτήρια για την προστασία των υδροβιότοπων, των δασών, και όλων των ευαίσθητα οικολογικών περιοχών.  Το ίδιο συνέβαινε με τον υπουργό γεωργίας Darre αλλά και των υπόλοιπων στελεχών που είχαν σαν έργο τους την βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας. Αυτές οι οικολογικές αρχές ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τον εθνικιστικό προσανατολισμό. Ο συνεργάτης του Todt σε περιβαλλοντικά θέματα ήταν ο Alwin Seifert, ένας φανατικός οικολόγος, του οποίου το ψευδώνυμο στο εθνικιστικό κόμμα ήταν «ο κ. Μητέρα Γη» και ήταν υπεύθυνος για την Χωροταξία. Ονειρευόταν μια ολική μεταστροφή από την τεχνολογία στη Φύση. Από το 1934 είχε απευθυνθεί στον Rudolf Hess, που ήταν η ηγετική μορφή της «πράσινης πτέρυγας» στο κόμμα, απαιτώντας να επιδεικνύεται προσοχή στο ζήτημα της προστασίας των υπόγειων υδάτων κι διεκδικώντας την εφαρμογή μεθόδων εργασίας ου θα εναρμονίζονται περισσότερο με τη φύση. Υπογράμμιζε τη σπουδαιότητα της προστασίας των περιοχών με άγρια ζωή και αντιτιθόταν στην μονοκαλλιέργεια, την αποστράγγιση των υγροτόπων και την χημική γεωργία. Αξίωνε μια γεωργική επανάσταση στην κατεύθυνση μια μεθόδου καλλιέργειας ανεξάρτητης από το κεφάλαιο. Με την ανάθεση της τεχνολογικής πολιτικής στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία σε προσωπικότητες, όπως των παραπάνω, ακόμα και η μαζική βιομηχανική ανοικοδόμηση που υπήρξε τα χρόνια εκείνα προσέλαβε μια χαρακτηριστική «πράσινη» οικολογική χροιά. Μάλιστα το 1935 οι Todt και Seifert προώθησαν με επιμονή την πρόταση για έναν καθολικής ισχύος νόμο για την προστασία της «Μητέρας Γης», όπως την αποκαλούσαν, προκειμένου «να αναχαιτιστεί η σταθερή πορεία προς την καταστροφή αυτού του αναντικατάστατου θεμελίου όλης της ζωής». Καταστρώθηκαν χωροταξικές ρυθμίσεις για την προστασία των περιοχών με άγρια πανίδα, οι οποίες ταυτόχρονα επέβαλλαν τον σεβασμό προς το «ιερό» γερμανικό δάσος.

Με αυτές τις ιδεολογικές αρχές σίγουρα είναι δυνατόν να προστατευθεί με ασφάλεια κάθε φυσική περιοχή του πλανήτη. Βέβαια μετά την κατάληψη της Γερμανίας, από τον καπιταλισμό και τον κομουνισμό, όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν, με αποτέλεσμα την τεράστια καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας. Η φύση όμως εκδικείται και τα ακραία φυσικά φαινόμενα δημιουργούν τεράστια οικονομικά προβλήματα στον καπιταλισμό. Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με σεβασμό στη φύση που μας φιλοξενεί.