Βασικό συστατικό της σπαρτιατικής κοινωνίας ήταν η υπακοή στους νόμους. Ο Νόμος στην Αρχαία Σπάρτη, ίσταται υπεράνω
όλων, και οριοθετεί με σαφήνεια τόσο τις υποχρεώσεις όσο και τα δικαιώματα των
Λακεδαιμονίων. Απώτερος στόχος του είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας
υποδειγματικών πολιτών και αφοσιωμένων στρατιωτών. Επίσης επιδίωκε να
εξασφαλίσει την ύπαρξη αυτάρκειας στην πόλη, προστατεύοντάς την από εξωτερικές
και εσωτερικές απειλές. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Σπάρτη είναι η
πόλη-κράτος που επέδειξε το μακροβιότερο πολίτευμα και πολιτική σταθερότητα.
Μέχρι την είσοδο των Ρωμαίων στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας δεν γνώρισε
ποτέ ξένο κατακτητή, ούτε εσωτερικό τύραννο, ούτε πολιτειακές μεταβολές, ούτε
κοινωνικές αναταραχές, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες. Στην Σπάρτη δεν υπήρχε διαχωρισμένο κράτος, διαχωρισμένη δηλαδή εξουσία πέραν του λαού. Η Σπάρτη έδινε μεγαλύτερη προτεραιότητα στο σύνολο σε σχέση με το άτομο. Η αξία του ανθρώπου ήταν όχι απλά υπολογίσιμη αλλά ως ένα σημείο και μέσα από διάφορους θεσμούς καθιερωμένη. Άποροι Σπαρτιάτες δεν υπήρχαν. Στην άμεση δημοκρατία της Απέλλας, ο άνθρωπος πολίτης της αρχαίας Σπάρτης συνδιαμόρφωνε τις αποφάσεις για τα πράγματα της πόλης του, δηλαδή τα πράγματα που τον αφορούσαν. Έτσι πληρωνόταν η αξία του ανθρώπου, που κατά τον Αριστοτέλη είναι πολιτικό ον. Αυτή η ανάπτυξη της πολιτικής διάστασης του ανθρώπου έχει υποβαθμιστεί σήμερα από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία (κοινοβουλευτισμό). Ως πρώτος νομοθέτης και
θεμελιωτής του πολιτικού συστήματος, φέρεται ο Λυκούργος. Κυρίαρχο γνώρισμα του
νομοθετικού έργου του, είναι ότι δεν εισήγαγε πληθώρα νόμων, αλλά θεσμών, με τη
λογική ότι οι νόμοι μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου ανάλογα με τις
συνθήκες. Αντίθετα οι θεσμοί, οι παραδόσεις απλούστερα, ενσωματώνονται στον τρόπο
ζωής των ανθρώπων και έχουν αιώνια ισχύ.
Οι νόμοι του Λυκούργου, γνωστοί με το όνομα «Μεγάλη Ρήτρα» εισήγαγαν
στην πόλη της Σπάρτης τη λεγόμενη «Ευνομία», απόρροια της οποίας ήταν ο
ιδιαίτερος τρόπος ζωής τους. Η τελευταία σχηματοποιεί μια μορφή δημοκρατίας η
οποία βασίζεται στην απόλυτη ισότητα ανάμεσα στους «Ομοίους»: ισότητα
κοινωνική, ισότητα στα συσσίτια (άρα ισότητα πλούτου), ισότητα στα πλαίσια της φάλαγγας.
Βεβαίως η Σπάρτη δεν ήταν μια μορφή δημοκρατίας με την έννοια της αντίστοιχης αθηναϊκής.
Ορθότερα πρόκειται για ένα μεικτό πολίτευμα, στο οποίο κυβερνά μια αριστοκρατία.
Η δημοκρατία-ισότητα περιορίζεται ανάμεσα σε όσους είχαν το δικαίωμα να
ονομάζονται πολίτες-οπλίτες. Στο πλευρό αυτών συνυπάρχουν η βασιλεία (δύο
βασιλείς), η ολιγαρχία (γερουσία) και η τυραννία (έφοροι).
Τα δε δικαιώματα του πολίτη δεν παρέχονται απλά λόγω
κληρονομικότητας: κάθε νεαρός άνδρας έπρεπε να αποδείξει εμπράκτως με το ήθος
του ότι άξιζε να τα κατέχει, ολοκληρώνοντας επιτυχώς μια αυστηρή εκπαιδευτική
διαδικασία, εναρμονιζόμενος παράλληλα με τον πατροπαράδοτο λιτό τρόπο ζωής των
Λακώνων. Το ίδιο το γεγονός ότι τα πολιτικά δικαιώματα δεν παρέχονταν στον
οποιοδήποτε τυχάρπαστο, είχε ως στόχο να οδηγήσει το Σπαρτιάτη στην επίγνωση
της σημαντικότητας των προνομίων του, αλλά και στην κατανόηση πως από αυτά πήγαζε
και μια σειρά από υποχρεώσεις. Κατ' επέκταση η νομοθεσία διαμόρφωνε και την
ηθική των πολιτών, η οποία εκφραζόταν ως αποστροφή στα πλούτη και τις περιττές
πολυτέλειες, ως φιλοπατρία και γενναιότητα στη μάχη, καθώς και ως στρατιωτικό
ήθος. Η επίδειξη δειλίας στη μάχη, θεωρούταν η χείριστη ατιμωτική πράξη, με
ποινή την απώλεια του δικαιώματος διεκδίκησης αξιωμάτων, αλλά και την κοινωνική
κατακραυγή.
Το μυστικό της Πολιτείας της
Σπάρτης, ήταν η παιδεία που παρείχε στα τέκνα της. Όσο κρατήθηκε «ζωντανή» η
Μεγάλη Ρήτρα του Λυκούργου και οι παραδόσεις της Σπάρτης, κανείς ξένος κατακτητής
δεν κατάφερε να πατήσει το πόδι του στην Σπάρτη.
Με τη ρήτρα του χώρισε την γη των
Λακεδαιμονίων σε ίσους κλήρους, ίσους σε παραγωγική απόδοση το κυριότερο όμως
είναι πως τους έκανε αναπαλλοτρίωτους, δηλαδή, ο κάτοχος του κλήρου δεν είχε το
δικαίωμα να πωλήσει τον κλήρο του, γιατί ανήκε στην Πολιτεία των Σπαρτιατών.
Η Μεγάλη Ρήτρα του Λυκούργου
σφυρηλατεί την ιδανική Πολιτεία. Ο Λυκούργος για να προστατεύσει τους
ευπατρίδες και τις οικογένειές τους (ενώ παράλληλα θα θελήσει να κρατήσει το
στράτευμα των Σπαρτιατών αλώβητο), θα περάσει στην εφαρμογή αυτών των μέτρων για
να τους διασφαλίσει. Ο νομοθέτης προσπάθησε να δομήσει κατά τέτοιον τρόπο την
κοινωνία της πόλεως, ώστε η καθημερινότητά τους να περιστρέφεται γύρω απ’ την
ζωή της τιμής.
Η εξοικονόμηση ελεύθερου χρόνου,
επιτεύχθηκε χάρη στην Ρήτρα του Λυκούργου, που είδε πως κάποιος εργαζόμενος σε
οποιαδήποτε εργασία, δεν θα μπορούσε ακόμη και αν το ήθελε να γυμνάζει
συγχρόνως και το πνεύμα του. Συν τοις άλλοις, επέβαλε την απαραίτητη πειθαρχία
στο στράτευμα, ώστε να δημιουργηθεί ένας στρατός πρότυπο.
Ο Λυκούργος πιστεύοντας στην
ευγονία των πολιτών, τους επέβαλε να γυμνάζονται. Εκτός των νέων και οι νέες
της Σπάρτης ακολουθούσαν ένα πρόγραμμα αγωγής, ώστε εκτός των άλλων ωφελειών
που είχαν, να τεκνοποιούν υγιή παιδιά.
Ωστόσο, την ευνομία που ευλαβικά
προσέφερε στην Πολιτεία την πλήρωσε με την αγανάκτηση των πλούσιων πολιτών της,
και λίγο έλειψε με την ίδια του τη ζωή. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στη βιογραφία
του, που παραθέτει ο Πλούταρχος, το χτύπημα που δέχτηκε ο Λυκούργος στο
πρόσωπο, από την βακτηρία του πλούσιου Σπαρτιάτη Άλκανδρου έπειτα από καταδίωξη.
Η θρυλική επανίδρυση της Σπάρτης
στις όχθες του Ευρώτα από τον Λυκούργο σηματοδότησε μια σειρά από κοσμογονικές
αλλαγές, οι οποίες με την σειρά τους θα επηρεάσουν αλυσιδωτά και ριζικά,
πολιτικά συστήματα σε πολλές χρονικές περιόδους.
Στη μεγάλη ρήτρα οι έννοιες του
δήμου, του κράτους (προφανώς σε αντίθεση προς τη βία) και κυρίως της ανταγορίας
είναι παντού και πάντοτε τα υπόβαθρα της δημοκρατίας. Με τους δυο όρους,
ανταγορία - ισηγορία, που είναι σχεδόν ταυτόσημα, εκδηλώνεται όλη η ψυχολογική
και πολιτική διαφορά, η μεν ανταγορία υποδηλώνει αγώνα, αντεπίθεση και δυναμική
κατάσταση, η δε ισηγορία υποδηλώνει ισορροπία πολιτικών δυνάμεων μέσω της
ισονομίας, καταστάλαξη και στατική κατάσταση της δημοκρατίας, όπως συνέβη στην
Αθήνα κατά τους κλασικούς χρόνους.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Λυκούργου θεσμοί και όργανα της
πολιτείας είναι:
– Η διπλή βασιλεία. Αρχικά οι δυο βασιλείς συγκέντρωσαν όλες
τις εξουσίες, αλλά με τη πάροδο του χρόνου η εξουσία τους περιορίστηκε, όχι
μόνο από συμβουλευτικό σώμα της γερουσίας και το βέτο της Απέλλας, αλλά και από
τη σύγκρουση τους με την παντοδύναμη Εφορεία.
– Γερουσία. Σώμα που το αποτελούσαν 28 ηλικιωμένοι άνδρες
και συνεδρίαζε υπό την προεδρία του ενός από τους δυο βασιλείς. Εκλέγονταν από ένα μοναδικό σε επινόηση σύστημα καθολικής ψηφοφορίας.
– Απέλλα, δηλαδή η εκκλησία του δήμου. Η λέξη «Απέλλα»
(απελλάζω) σημαίνει συνάθροιση στο ύπαιθρο. Στην Απέλλα έπαιρναν μέρος όλοι οι
σπαρτιάτες στρατιώτες άνω των 30 ετών και ψήφιζαν ελεύθερα δια βοής.
– Εφορεία. Αποτελείτο από 5 άνδρες, όσες και οι κώμες της
Σπάρτης. Εκλέγονταν από την Απέλλα. Ο θεσμός αυτός δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των Μεσσηνιακών
πολέμων (750π.Χ.). Κατά την πορεία της Σπαρτιάτικης ιστορίας έπειτα και από
σύγκρουση της με το θεσμό της βασιλείας, συγκέντρωσε ουσιαστικά την εξουσία στα
χέρια της με αποτέλεσμα να ελέγχει τα πάντα μέσα και έξω από τη Σπάρτη. Έγινε ο
κύριος ρυθμιστής της πολιτικής ζωής της Σπάρτης
Υπήρχαν θεσμοθετημένοι άρχοντες για την εύρυθμη λειτουργία
της πολιτείας, όπως: οι Βιδαίοι, οι παιδονόμοι, που φρόντιζαν για τα ήθη των
γυναικών, των νέων, οι Αρμόσυνοι, που φρόντιζαν για τα ήθη των γυναικών, οι
Αγορανόμοι, που ήταν υπεύθυνη για τη διακίνηση των αγαθών της αγοράς, οι
Αρμόστες που στέλνονται κυβερνήτες σε χώρες, όπου οι Σπαρτιάτες είχαν καταλύσει
το πολίτευμα των χωρών αυτών. Ήταν ακόμη οι Νομοφύλακες, οι Αγαθοεργοί, ιππείς
δηλαδή που στέλνονται σε έκτατες αποστολές.
Μέλη της ανώτερης βαθμίδας στην Αρχαία Σπάρτη, ήταν οι Όμοιοι.
Όμοιος σήμαινε ίσος ή ευπατρίδης. Αυτοί ήταν και οι νόμιμοι Σπαρτιάτες πολίτες
που βασική υποχρέωσή τους ήταν να συμμετέχουν στα κοινά και να είναι καλοί
πολεμιστές. Υποχρέωση των ομοίων ήταν να ασχολούνται μόνο με τα στρατιωτικά και
να μην ασχολούνται με τίποτα άλλο. Τις άλλες εργασίες, όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία,
η βιοτεχνία και το εμπόριο, τις έκαναν κυρίως οι περιοίκοι. Ενώ
τις βαριές εργασίες, τις έκαναν οι είλωτες. Λόγω των συνεχών συγκρούσεων και
πολέμων που συμμετείχε η Σπάρτη, ο αριθμός των ομοίων, δηλαδή των Σπαρτιατών
πολιτών μειωνόταν εντυπωσιακά. Το 480 π.Χ. η Σπάρτη είχε 8.000 όμοιους,
σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., ο αριθμός τους είχε
μειωθεί σε λιγότερους από χίλιους, λόγω των συνεχών πολεμικών συγκρούσεων.
Η γυναίκα απολάμβανε μεγάλα προνόμια στην Αρχαία Σπάρτη,
πράγμα που προκαλεί εντύπωση, εάν συγκρίνουμε τη θέση της γυναίκας στη Σπάρτη
με αυτήν στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας. Επειδή ο
άνδρας έλειπε για πολύ καιρό από το σπίτι, η γυναίκα στη Σπάρτη ήταν
χειραφετημένη σε βαθμό αδιανόητο για την εποχή εκείνη. Είχε αυξημένα προνόμια
και αρμοδιότητες στη σπαρτιατική κοινωνία. Γυμναζόταν όπως τα αγόρια και οι
άνδρες και ήταν γνωστή για τις αθλητικές της ικανότητες. Συμμετείχε στην πάλη,
γυμνή, όπως και οι άνδρες, ενώ εκπαιδευόταν στο δίσκο και στο ακόντιο. Μεγάλη
σημασία έδινε και στους χορούς.
Στην Αρχαία Σπάρτη, η επιλογή του συντρόφου ήταν καθαρά
προσωπική υπόθεση και όχι υπόθεση των γονέων. Οι νεαρές Σπαρτιάτισσες έφταναν
σε ηλικία γάμου στα είκοσί τους χρόνια και όχι στα δεκαπέντε, που ήταν το συνηθισμένο
στην Αρχαία Ελλάδα. οι Σπαρτιατικοί νόμοι ανέφεραν ρητά ότι τα κορίτσια πρέπει
να παντρεύονται μόνο εφόσον ήταν σε ηλικία κατάλληλη να «απολαύσουν τον έρωτα».
Παρευρίσκονταν στο σκοτάδι με τον ερωμένο τους και με αυτόν τον τρόπο
τεκνοποιούσαν. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι με αυτόν τον τρόπο διατηρούσαν τη
θέληση για το σύντροφό τους και δεν έχαναν ποτέ τη φρεσκάδα του έρωτα.
Επισκέπτες από άλλες Ελληνικές πόλεις σχολίαζαν για τις
Σπαρτιάτισσες ότι όχι μόνο είχαν άποψη, που δεν φοβόντουσαν να εκφράσουν
δημόσια, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ανάγκαζαν τους συζύγους τους να τις
αποδεχθούν!
Ο βασικός στόχος του γάμου στη Σπάρτη ήταν η τεκνοποίηση,
ώστε τα αρσενικά που θα γεννιόντουσαν να γινόντουσαν οι πολεμιστές της Σπάρτης.
Οι μητέρες που ζούσαν χωρίς τους άντρες τους δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα,
καθώς ο νόμος τις αναγνώριζε ως ισάξιες με τις άλλες γυναίκες. Μπορούσαν ακόμη
να κληρονομήσουν την περιουσία των γονέων τους, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές
να ήταν ανεξάρτητες και ευκατάστατες.
Όταν μια γυναίκα ήταν ήδη
παντρεμένη, μπορούσε με τη συγκατάθεση του συζύγου της, να έχει συνουσία με ένα
άλλο άντρα, για να γεννήσει περισσότερα παιδιά, έστω κι αν αυτό κάποτε
καθιστούσε αμφίβολο ποιος άντρας ήταν ο πραγματικός πατέρας του παιδιού. Ο
σκοπός του νόμου αυτού ήταν προφανώς η όσο το δυνατό μεγαλύτερη αύξηση του
πληθυσμού της Σπάρτης κάνοντας τις γυναίκες να γεννήσουν όσο το δυνατόν
περισσότερα γερά παιδιά.