Στην Ιταλία το 1912 τα πιο
αγωνιστικά φιλελεύθερα στοιχεία είναι βαθιά αποκαρδιωμένα ... Αυτό που σύντομα
θα γίνει είναι ένα μεγάλο σοσιαλιστικό κράτος ... αυστηρά συγκεντρωτικό ...
μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια ... Σε 10 χρόνια, θα έχει οικοδομηθεί ένα
κράτος όπου δε θα υπάρχει κανένα ίχνος ευρωπαϊκού «φιλελευθερισμού».
Γουίντχαμ Λιούις, Άγγλος οπαδός
του φασισμού (1926)
Συνεχώς τον τελευταίο καιρό ακούμε
στην πατρίδα μας συνδικαλιστές της κοινοβουλευτικής αριστεράς να μιλούν αναφερόμενοι
στον φασισμό με εξευτελιστικά λόγια θεωρώντας τον σαν βρισιά. Για να δούμε όμως που στηρίζεται όλο αυτό το μίσος προς το φασισμό όλων αυτών των σοσιαλοδημοκρατών
και λοιπών αριστερών και μαρξιστικών κοινοβουλευτικών κομμάτων θα πρέπει να
μελετήσουμε με προσοχή τον συνδικαλισμό την περίοδο του φασισμού.
Το Φασιστικό Κόμμα γεννήθηκε με τα μισά μέλη να είναι δεξιοί Εθνικιστές και τα άλλα μισά να είναι αριστεροί
Εθνικο-Συνδικαλιστές. Οι Φασίστες είχαν πλήρη εμπιστοσύνη στην ικανότητα των
εργαζομένων να μάθουν να λειτουργούν στην κοινωνία και θεωρούσαν ότι το
συνδικάτο ήταν το σχολείο για την ανάπτυξη αυτής της ικανότητας. Τα συνδικάτα
έπρεπε να αναλάβουν τις λειτουργίες που επιτελούνταν από το Κράτος, και το
Κράτος έπρεπε να διαλυθεί. Με αυτό τον τρόπο θα γινόταν η επανάσταση.
Οι διαμάχες στην Ιταλία μέσα στην Ομοσπονδία των Εργατών Γης
επέτρεψαν στους φασίστες να αναπτυχθούν. Οι φασίστες προέβαλαν το σύνθημα «Η
γη σε αυτούς που την καλλιεργούν» ως απάντηση στη σοσιαλιστική εθνικοποίηση της
γης.
Η αναγνώριση του εθνικού χαρακτήρα
του εργατικού σωματείου, μέσα στο φασισμό, έφερε σαν αποτέλεσμα να επιβληθεί η
υποχρεωτική συνδρομή σε όλες τις κατηγορίες συνδικαλιστικών σωματείων. Συνδρομή
θα πληρώνουν υποχρεωτικά όλοι οι εργαζόμενοι είτε είναι γραμμένοι στο σωματείο
είτε όχι. Η ετήσια συνδρομή για τους εργάτες δεν μπορούσε να υπερβεί το ένα
ημερομίσθιο και για τους εργοδότες η αμοιβή τόσων ημερών εργασίας όσοι είναι
και οι εργάτες της επιχείρησής τους. Το 1933 το σύνολο των εισφορών στα
εργατικά συνδικάτα ανήλθε σε 289.993.000 λιρέτες. Από αυτά τα 197.000.000
εκατομμύρια καταβλήθηκαν από τους εργοδότες και μόνο 93 εκατομμύρια από τους
εργαζόμενους. Ο μέσος όρος εισφοράς για κάθε εργάτη ήταν 13 λιρέτες και για
κάθε εργοδότη 49 λιρέτες.
Τρεις τάσεις συνενώθηκαν για να
σχηματίσουν το φασιστικό κίνημα· οι πρωτοφασίστες συνδικαλιστές, οι εθνικιστές
και οι μουσολινικοί σοσιαλιστές.
Ο Μπενίτο Μουσολίνη ήταν ένας
γεννημένος εξτρεμιστής. Σε ηλικία 17 ετών, ο νεαρός σοσιαλιστής επαινούσε τη
δολοφονία του βασιλιά Ουμπέρτο από έναν αποκαλούμενο αναρχικό και υποστήριζε
την πολιτική βία ως μέσο αγώνα. Διακατεχόταν από έντονη αντιθρησκευτικότητα και
στην πραγματικότητα ήταν, σε αυτό τον τομέα, πιο ριζοσπαστικός από ό,τι οι
περισσότεροι σοσιαλιστές ... ακριβώς όπως οι αναρχικοί.
Η σχέση του με το αναρχικό κίνημα
ήταν στενή και εγκάρδια. Το 1903, ήταν ομιλητής, μαζί με τον αναρχικό Λουίτζι
Μπερτόνι, σε μια συνάντηση στη Γενεύη. Μιλώντας για τον ιταλικό σοσιαλισμό,
υπογράμμισε την επαναστατική φύση του, αρνήθηκε ότι είναι αναρχικός, αλλά
υποστήριξε ότι είναι επαναστάτης.
Πριν προχωρήσουμε, ίσως είναι
απαραίτητο να προσδιορίσουμε τον όρο συνδικαλισμός. Σε γενικές γραμμές, επιδιώκει
να αντικαταστήσει τον καπιταλισμό και το Κράτος με τον έλεγχο των εργατών μέσω
της δομής των τοπικών συνδικάτων και άλλων εθελοντικών ενώσεων. Οι βασικές
ιδέες του συνδικαλισμού είχαν τις ρίζες τους στον αναρχισμό, ειδικά σε
στοχαστές όπως ο Προυντόν και ο Μπακούνιν, αλλά η ιδέα του συνδικαλισμού
καρποφόρησε κατά τη δεκαετία του 1890 με τον Φερδινάνδο Πελουτιέ. Όλη αυτή την
περίοδο, ο Μουσολίνι ασχολούνταν πολύ με τον επαναστατικό αναρχισμό. Διάβαζε
όλα τα αναρχικά περιοδικά και μετέφρασε στην ιταλική γλώσσα το έργο του
Κροπότκιν «Αναμνήσεις Ενός Επαναστάτη». Αργότερα, μετέφρασε τα έργα του Ρεκλύ «Ο
Άνθρωπος και η Γη» και του Κροπότκιν «Η Γαλλική Επανάσταση». Αντιπαθούσε το
μετριοπαθή αναρχισμό, γράφοντας στην αναρχική εφημερίδα «Ελεύθερη Σελίδα»
ότι: «ο αναρχισμός που υιοθετείται από τις μάζες χάνει το μεγαλείο του, τον
ηρωισμό του, επειδή οι μάζες είναι άνανδρες ... μόνον οι μεγαλειώδεις βίαιοι άνθρωποι,
που ζουν πέραν του καλού και του κακού, μπορεί να αποκαλούνται αναρχικοί». Αυτό
δε σημαίνει ότι ήταν αναρχικός και ποτέ δεν αυτοπροσδιορίστηκε ως τέτοιος,
απλά θαύμαζε το θάρρος, τη βία και τον εξτρεμισμό των ακραίων αναρχικών. Ο
Μουσολίνι, επίσης, εξυμνούσε τις αρετές των συνωμοτών Μπαμπέφ και Μπλανκί. Ο
πυρήνας της πολιτικής φιλοσοφίας του και ένα σταθερό χαρακτηριστικό και της
σοσιαλιστικής και της φασιστικής σταδιοδρομίας του είναι η πίστη του στην
αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα της βίας ως μέσου για την κοινωνική
αλλαγή.
Ανεξάρτητα από τον Μουσολίνι και
την τάση του, οι συνδικαλιστές συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη του φασισμού.
Αυτοί οι πρωτο-φασίστες συνδικαλιστές δεν ήταν ποτέ μουσολινικοί ούτε και
δεξιοί εθνικιστές, αλλά ανέπτυξαν ένα δικό τους αριστερό κορπορατισμό ή εθνικό
συνδικαλισμό. Προετοίμασαν το έδαφος τον ολοκληρωτικό κορπορατισμό.
Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν
ο Σέρτζιο Πανούντσιο, ο Ολιβέτι, ο Ροσόνι, ο Οράνο και ο Λαντσίλο. (Ο Ολιβέτι
και ο Πανούντσιο επηρέασαν τον Μουσολίνι τα χρόνια 1904-1908) Να σημειώσουμε
ότι οι περισσότεροι συνδικαλιστές της εργατικής τάξης έγιναν φασίστες.
Το 1912 οι συνδικαλιστές ηγέτες
απογοητεύονταν όλο και περισσότερο από την εργατική τάξη. Υπήρξε μία έκκληση
για τη δημιουργία ενός Συνδικαλιστικού Κόμματος, που θα περιελάμβανε
μη-συνδικαλιστές επαναστάτες. Οι συνδικαλιστές προχώρησαν σε μία τακτική
συμμαχία με την ομάδα του Μουσολίνι το 1912, που βοήθησε τον δεύτερο να πάρει
τον έλεγχο του Σοσιαλιστικού Κόμματος από τους Μεταρρυθμιστές. Το ίδιο χρονικό
διάστημα, κάποιοι συνδικαλιστές βρήκαν επίσης μια συγγένεια με τους δεξιούς
εθνικιστές.
Τότε, προέκυψε το ζήτημα του
πολέμου. Ο Μουσολίνι και οι συνδικαλιστές ήταν αντίθετοι στο μιλιταρισμό. Ο
Ντούτσε ήταν ακόμα πιο εξτρεμιστής από τους κοινούς σοσιαλιστές πάνω στο ζήτημα
του πολέμου υιοθετώντας τη θέση του Ερβέ υπέρ της λιποταξίας ως μιας
αντιμιλιταριστικής τακτικής. (Ο Γουσταύος Ερβέ ήταν ένας επαναστάτης
σοσιαλιστής και φλογερός αντιμιλιταριστής. Και αυτός επίσης έγινε αργότερα
φασίστας).
Ωστόσο, από το 1908, ο Πανούντσιο -και πάλι όπως ο Λένιν- άρχισε να βλέπει μια θετική επαναστατική δυνατότητα στον πόλεμο. Πίστευε ότι ένας πλατιά διαδεδομένος πόλεμος θα επέτρεπε στην καινούργια προλεταριακή ελίτ να καταλάβει την εξουσία. Οι εργάτες θα έπαιρναν μέρος στις πολεμικές μάχες και έτσι θα ήταν σε καλή κατάσταση για την επανάσταση. Έτσι, το 1911, ο Πανούντσιο, ο Λαμπριόλα, ο Ολιβέτι και ο Πάολο, υποστήριξαν τον πόλεμο της Ιταλίας εναντίον της Τουρκίας που ξέσπασε στη Λιβύη.
Ωστόσο, από το 1908, ο Πανούντσιο -και πάλι όπως ο Λένιν- άρχισε να βλέπει μια θετική επαναστατική δυνατότητα στον πόλεμο. Πίστευε ότι ένας πλατιά διαδεδομένος πόλεμος θα επέτρεπε στην καινούργια προλεταριακή ελίτ να καταλάβει την εξουσία. Οι εργάτες θα έπαιρναν μέρος στις πολεμικές μάχες και έτσι θα ήταν σε καλή κατάσταση για την επανάσταση. Έτσι, το 1911, ο Πανούντσιο, ο Λαμπριόλα, ο Ολιβέτι και ο Πάολο, υποστήριξαν τον πόλεμο της Ιταλίας εναντίον της Τουρκίας που ξέσπασε στη Λιβύη.
Όταν ο παγκόσμιος πόλεμος ξέσπασε
τον Αύγουστο του 1914, οι συνδικαλιστές ηγέτες τοποθετήθηκαν γρήγορα υπέρ της
συμμετοχής. Η διάλυση της υποτιθέμενης αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών των εμπόλεμων
χωρών οδήγησε τους συνδικαλιστές στο ερώτημα του γιατί είχε συμβεί αυτό. Η
απάντηση που έδωσαν ήταν ότι αυτή η αλληλεγγύη ήταν μια ψευδαίσθηση.
Η αντιπολεμική πλειονότητα των
σοσιαλιστών αρνήθηκε τη συνεργασία με τους στρατιώτες, και τότε αυτοί
στράφηκαν προς την αριστερά (πρωτοφασίστες) που ήταν υπέρ της συμμετοχής στον
πόλεμο. Περίπου την ίδια περίοδο, ο Αλφρέντο Ρόκο, ένας αριστερός μέλος του Εθνικιστικού
Κόμματος, πρότεινε μια μορφή Εθνικού Σοσιαλισμού, και έτσι ήρθαν πιο κοντά οι
εθνικιστές με τους πρωτοφασίστες συνδικαλιστές και σοσιαλιστές.
Ο Πανούντσιο, γράφοντας το 1917,
δήλωσε ότι ο σοσιαλισμός έχει χρεοκοπήσει και, εάν επρόκειτο να έχει κάποιο
μέλλον, χρειαζόταν μια νέα θεωρία που να μην είναι ντετερμινιστική ούτε να
βασίζεται μόνο στο προλεταριάτο, αλλά να είναι όντως ρεαλιστική. Ένα χρόνο αργότερα,
επαναπροσδιόρισε το συνδικαλισμό. Το ιταλικό πολιτικό σύστημα έπρεπε να
αντικατασταθεί από ένα σύστημα βασισμένο στα συνδικάτα ριζωμένα στην οικονομική
λειτουργία τους. Ο ρόλος αυτών των συνδικάτων θα ήταν σε μεγάλο βαθμό
πολιτικός, και όχι οικονομικός όπως στο παρελθόν. Η συμμετοχή σε αυτά έπρεπε
να είναι υποχρεωτική.
Συμπέρασμα μετά από όλα αυτά.
Καλό είναι να πάψουν να μιλάνε για
τον φασισμό με τόση απαξίωση και οι αριστεροί και οι δημοσιογράφοι της χώρας
μας. Τα γεωστρατηγικά λάθη που έκανε δεν αποκλείουν την επαναστατικότητα και
αντιπαλότητα που έχει κατά του καπιταλισμού, που ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση
με αυτή που είχαν κομμουνιστές και σοσιαλιστές.