Η τότε Reichsbank (σημερινή Bundesbank), βρισκόμενη υπό τον
έλεγχο ιδιωτών, πλημμύρισε την αγορά με μάρκα (κάτι σαν τα σημερινά χαρτιά
δηλαδή που τα αποκαλούμε χρήμα), δίνοντας την ευκαιρία στους κερδοσκόπους να
«σορτάρουν» το μάρκο. Ως γνωστόν το «σορτάρισμα» είναι μια χρηματοπιστωτική
διαδικασία στην οποία ο κερδοσκόπος δανείζεται κάτι που δεν έχει (μάρκο π.χ) το
πουλάει στην αγορά των ομολόγων
και βγάζει χρήμα αγοράζοντάς το ξανά σε χαμηλότερη τιμή (μας
θυμίζει κάτι αυτό;). Αυτή η διαδικασία κατέστη εφικτή γιατί η τότε ιδιωτική
Reichsbank (δεν ήταν ακόμα υπό τον έλεγχο των εθνικοσοσιαλιστών) τύπωνε μάρκα
αφειδώς και όταν η ζήτηση του μάρκου πλέον είχε φθάσει στα ύψη τότε άλλες
ιδιωτικές τράπεζες άρχισαν να τυπώνουν μάρκα με τη σειρά τους. Το αποτέλεσμα;
Ένα αδιαχείριστο χρέος και πληθωρισμός, ο οποίος ακουμπούσε «την στρατόσφαιρα».
Για να πάρει κάποιος ένα καρβέλι ψωμί, χρειαζόταν ένα «βαγονάκι» γεμάτο λεφτά!
Τότε ο Χίτλερ έκανε το αδιανόητο, το ανήκουστο, το ασυγχώρητο για τους τραπεζίτες. Κρατικοποίησε την Reichsbank και «έσφιξε τα λουριά». Πλέον νομοθετικά μόνον η τράπεζα που ανήκε στο κράτος μπορούσε να τυπώνει μάρκα και στη συνέχεια να τα δανείζει. Το πιο σημαντικό, όμως ήταν η έκδοση των λεγόμενων Treasury certificates, εγγράφων δηλαδή, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να φτιαχτούν κολοσσιαία έργα, όπως οι τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι, αντιπλημμυρικά φράγματα και άλλες δομές υπαγόμενες στο λεγόμενο Infrastructure. Το κόστος είχε υπολογιστεί τότε σε 1 δις (μάρκα), αλλά υπό τον εξής κανόνα. «Για κάθε μάρκο που θα εκδίδεται από την τράπεζα απαιτούμε το αντίστοιχο χρηματικό ανταποδοτικό όφελος της εργασίας αξίας ενός μάρκου ή των αγαθών αξίας ενός μάρκου που παράγονται».
Οι τραπεζίτες ορκίστηκαν να τον αφανίσουν μετά από αυτό και άρχισαν να σαμποτάρουν ακόμα και τις εξαγωγές της Γερμανίας, αλλά και για αυτό η κυβέρνηση είχε λύση. Το κράτος αντάλλασε αγαθά και εξοπλισμό απευθείας με τα άλλα κράτη, παρακάμπτοντας τους διατραπεζικούς μεσάζοντες (η Βενεζουέλα κρατάει αυτό το σύστημα μέχρι και σήμερα, γι αυτό ο Τσάβες στα μάτια των δυτικών είναι ο «δράκος της Αποκάλυψης»). Χαρακτηριστικό «αστείο» που έμεινε από εκείνη την εποχή ήταν ο διάλογος του Hjalmar Schacht (άνθρωπος του Rothschild, ο οποίος διετέλεσε για μια περίοδο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής τράπεζας και αντιτάχθηκε πεισματικά στις οικονομικές «καινοτομίες» που αναφέραμε πιο πάνω). Σύμφωνα με τον διάλογο, κάποιος Αμερικανός τραπεζίτης απευθυνόμενος στον Schacht είπε το εξής: « Dr Schacht πρέπει να έρθετε στην Αμερική, εκεί οι τράπεζες είναι γεμάτες χρήμα και αυτό είναι το πραγματικό banking». Η απάντηση του Schacht ήταν μνημειώδης: «Και εσείς πρέπει να έρθετε στην Γερμανία, δεν υπάρχει ίχνος χρήματος, και αυτό είναι το πραγματικό banking».
Η συνέχεια είναι γνωστή, οι τραπεζίτες δεν το ανέχονται αυτό και οδηγούν την Ευρώπη σε πόλεμο, μέσω της Αγγλίας και της Αμερικής ακόμα και μέσω του μισητού τους εχθρού Στάλιν. Χαρακτηριστικό ρηθέν από τα αρχεία των Ναζί, όπως θα δούμε παρακάτω είναι το ότι «φθάσαμε πολλές φορές στη νίκη, όταν ηττηθήκαμε μπροστά στις πύλες της Μόσχας και του Στάλινγκραντ και ποιος ευθυνόταν γι’αυτό; Οι προμήθειες των Αμερικανών στον Στάλιν!
Τότε ο Χίτλερ έκανε το αδιανόητο, το ανήκουστο, το ασυγχώρητο για τους τραπεζίτες. Κρατικοποίησε την Reichsbank και «έσφιξε τα λουριά». Πλέον νομοθετικά μόνον η τράπεζα που ανήκε στο κράτος μπορούσε να τυπώνει μάρκα και στη συνέχεια να τα δανείζει. Το πιο σημαντικό, όμως ήταν η έκδοση των λεγόμενων Treasury certificates, εγγράφων δηλαδή, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να φτιαχτούν κολοσσιαία έργα, όπως οι τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι, αντιπλημμυρικά φράγματα και άλλες δομές υπαγόμενες στο λεγόμενο Infrastructure. Το κόστος είχε υπολογιστεί τότε σε 1 δις (μάρκα), αλλά υπό τον εξής κανόνα. «Για κάθε μάρκο που θα εκδίδεται από την τράπεζα απαιτούμε το αντίστοιχο χρηματικό ανταποδοτικό όφελος της εργασίας αξίας ενός μάρκου ή των αγαθών αξίας ενός μάρκου που παράγονται».
Οι τραπεζίτες ορκίστηκαν να τον αφανίσουν μετά από αυτό και άρχισαν να σαμποτάρουν ακόμα και τις εξαγωγές της Γερμανίας, αλλά και για αυτό η κυβέρνηση είχε λύση. Το κράτος αντάλλασε αγαθά και εξοπλισμό απευθείας με τα άλλα κράτη, παρακάμπτοντας τους διατραπεζικούς μεσάζοντες (η Βενεζουέλα κρατάει αυτό το σύστημα μέχρι και σήμερα, γι αυτό ο Τσάβες στα μάτια των δυτικών είναι ο «δράκος της Αποκάλυψης»). Χαρακτηριστικό «αστείο» που έμεινε από εκείνη την εποχή ήταν ο διάλογος του Hjalmar Schacht (άνθρωπος του Rothschild, ο οποίος διετέλεσε για μια περίοδο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής τράπεζας και αντιτάχθηκε πεισματικά στις οικονομικές «καινοτομίες» που αναφέραμε πιο πάνω). Σύμφωνα με τον διάλογο, κάποιος Αμερικανός τραπεζίτης απευθυνόμενος στον Schacht είπε το εξής: « Dr Schacht πρέπει να έρθετε στην Αμερική, εκεί οι τράπεζες είναι γεμάτες χρήμα και αυτό είναι το πραγματικό banking». Η απάντηση του Schacht ήταν μνημειώδης: «Και εσείς πρέπει να έρθετε στην Γερμανία, δεν υπάρχει ίχνος χρήματος, και αυτό είναι το πραγματικό banking».
Η συνέχεια είναι γνωστή, οι τραπεζίτες δεν το ανέχονται αυτό και οδηγούν την Ευρώπη σε πόλεμο, μέσω της Αγγλίας και της Αμερικής ακόμα και μέσω του μισητού τους εχθρού Στάλιν. Χαρακτηριστικό ρηθέν από τα αρχεία των Ναζί, όπως θα δούμε παρακάτω είναι το ότι «φθάσαμε πολλές φορές στη νίκη, όταν ηττηθήκαμε μπροστά στις πύλες της Μόσχας και του Στάλινγκραντ και ποιος ευθυνόταν γι’αυτό; Οι προμήθειες των Αμερικανών στον Στάλιν!